ανάπαυση — ανάπαυση, η και ανάπαψη, η 1. διακοπή της δουλειάς για ξεκούρασμα: Το μεσημέρι είχαν και μια ώρα για φαγητό και ανάπαυση. 2. ύπνος: Πήγε στο δωμάτιό του για ανάπαυση. 3. θάνατος: Ξεκουράστηκε μονάχα στην αιώνια ανάπαυση. 4. παράγγελμα στο στρατό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάπαυση — και ανάπαψη, η (AM ἀνάπαυσις και ποιητ. ἄμπαυσις) [ἀναπαύω] 1. διακοπή σωματικής ή πνευματικής εργασίας που επιφέρει κόπωση 2. ξεκούραση, καθησύχαση 3. ξεκούραση στην αιωνιότητα, θάνατος μσν. νεοελλ. 1. ησυχία, ηρεμία 2. ειρηνικός βίος, ευημερία … Dictionary of Greek
ἀναπαύση — ἀνάπαυσις repose fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπαυτήριος — ια, ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον) [ἀναπαύω] 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ.… … Dictionary of Greek
ημιανάπαυση — η (γυμναστ.) ενδιάμεσο παράγγελμα που δίνεται μετά την «προσοχή» και πριν από την «ανάπαυση», και κατά το οποίο ο γυμναζόμενος λύνει για λίγο τη στάση τής προσοχής μετακινώντας το αριστερό πόδι του προς τα πλάγια, ωσότου δοθεί το επόμενο… … Dictionary of Greek
ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… … Dictionary of Greek
Σάββατο — Έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας, αφιερωμένη στον Κύριο. Η αρχαιότερη βιβλική νομοθεσία καθόριζε την ημέρα αυτή για πλήρη ανάπαυση, συνδέοντας την με την «ανάπαυση» του θεού κατά την έβδομη ημέρα της δημιουργίας (Γένεσις β’, Ικ.ε.), καθώς και… … Dictionary of Greek
ανάπαυλα — η (Α ἀνάπαυλα) [ἀναπαύω] προσωρινή διακοπή εργασίας για ανάπαυση, ξεκούραση μσν. καταφυγή, παρηγοριά αρχ. 1. ανακούφιση από κάτι, απαλλαγή 2. τόπος για ανάπαυση, αναπαυτήριο, πανδοχείο … Dictionary of Greek
αναπαυτικός — ή, ό (AM ἀναπαυτικός, ή, όν) [ἀναπαύω] αυτός που προσφέρει ανάπαυση, άνετος, ξεκούραστος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναπαυτικόν στρατιωτικό παράγγελμα για ανάπαυση, διακοπή … Dictionary of Greek
αναπαύσιμος — η, ο (Μ ἀναπαύσιμος, ον) [ἀνάπαυσις] ο σχετικός με την ανάπαυση ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν, αυτός που έχει οριστεί για ανάπαυση … Dictionary of Greek